χωραφιαῖος

χωραφιαῖος
χωρ-ᾱφιαῖος, α, ον,
A belonging to a small farm, Hdn.Epim.152.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χωραφιαίος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωράφι («χωραφιαῑος ἀγρός», Ηρωδιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χωράφιον + κατάλ. (ι)αῖος (πρβλ. ἐδαφ (ι)αῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”